- ὑποδείκτης
- ὑποδείκ-της, ου, ὁ,A one who points out, Sm.Ps.83(84).7, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποδείκτης — one who points out masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδείκτης — ὁ, Μ [ὑποδείκνυμι] αυτός που υποδεικνύει κάτι … Dictionary of Greek
υποδεικτικός — ή, όν, Μ [ὑποδείκτης] ο ικανός να κάνει υποδείξεις … Dictionary of Greek